- ἐξανθρωπίσῃ
- ἐξανθρωπίζωhumanizeaor subj mid 2nd sgἐξανθρωπίζωhumanizeaor subj act 3rd sgἐξανθρωπίζωhumanizefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξανθρώπιση — η ο εξανθρωπισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)